εὔγαμος

εὔγαμος
εὔγαμος
happily married
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εύγαμος — εὔγαμος, ον (Α) 1. (για πρόσωπο) ευτυχισμένος στον γάμο του, καλοπαντρεμένος 2. ευνοϊκός ή ευχάριστος σχετικά με τον γάμο (α. «εὔγαμος εὐνή» β. «εὔγαμον ὕδωρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γάμος (< γάμος < γαμώ), πρβλ. απειρό γαμος] …   Dictionary of Greek

  • εὔγαμον — εὔγαμος happily married masc/fem acc sg εὔγαμος happily married neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγάμους — εὔγαμος happily married masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγάμων — εὔγαμος happily married masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔγαμε — εὔγαμος happily married masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • ευγαμία — εὐγαμία, ἡ (Α) [εύγαμος] η ευτυχία στον γάμο …   Dictionary of Greek

  • ευγαμώ — εὐγαμῶ, έω (Α) [εύγαμος] συνάπτω ευτυχισμένο γάμο, καλοπαντρεύομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”